συνταγματολόγος

συνταγματολόγος
ο, η, Ν
νομικός ειδικευμένος στο συνταγματικό δίκαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταγμα, -ατος + -λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σγουρίτσας, Χρήστος — Συνταγματολόγος και πρώην υπουργός (1895 1966). Γεννήθηκε στο Βασσαρά της Λακωνίας. Διατέλεσε καθηγητής της Παντείου Σχολής (1931 1934). Το 1948 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής του συνταγματικού δίκαιου στο πανεπιστήμιο της Αθή νας και στη συνέχεια …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • Γιαννόπουλος, Ευάγγελος — (Μυγδαλιά Αρκαδίας 1918 –). Νομικός και πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω, καθώς επίσης ποινικολόγος, συνταγματολόγος, αστικολόγος και εκδότης της νομικής εφημερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Μάνεσης, Αριστόβουλος — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1922 – Αθήνα 2000). Συνταγματολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύτηκε στο δημόσιο δίκαιο στα πανεπιστήμια του Παρισιού και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”